- παράφρονος
- παράφρωνwandering from reasongen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιάντειος — αἰάντειος, εία, ειον (Α) [Αἴας] 1. αυτός που ανήκει στον Αίαντα 2. φρ. «αἰάντειος γέλως», γέλιο παράφρονος, παρανοϊκού, όπως εκείνο τού Αίαντος τού Τελαμώνιου (Αἰάντειον το ιερό τού Αίαντος τὰ Αἰάντεια, γιορτές στη μνήμη τού Αίαντος) … Dictionary of Greek